Η έκθεση βασίζεται στη φιλοσοφική εξέταση της κατασκευής του
χώρου και του χρόνου στα οπτικά μέσα, και των πολιτικών,
πολιτισμικών και κοινωνιολογικών ερμηνειών που δύναται να
προκύψουν μέσα από την οπτική αποτύπωση του χώρου και του χρόνου
στη φωτογραφία. Η έκθεση βασίστηκε στη θεωρητική δουλειά που
έγινε από τον Χρίστο Παναγιώτου και τον Ανδρέα Σάββα, καθώς
επίσης εμπίπτει και στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής δουλειάς που
έγινε στο Lab for Animation Research του Τμήματος Καλών Τεχνών
του ΤΕ.ΠΑ.Κ.
«Νεωτερικοί χώροι»
Η Nεωτερική συνθήκη μπορεί να παρομοιαστεί με μια μηχανή που
προσομοιώνει και ανασυντάσσει τον χώρο και τον χρόνο σε διακριτές,
οριοθετημένες μονάδες. Τα ρολόγια μέσω ενός μηχανισμού
προσομοιώνουν τον χρόνο σε διαδοχικές μονάδες: δευτερόλεπτα, λεπτά,
ώρες, ημέρες, χρόνια. Ο χώρος, επίσης, διαιρείται και αναπαρίσταται
σε γραμμικές, οριοθετημένες, μετρήσιμες μονάδες. Είναι ένα
αριθμητικό επίπεδο της ύπαρξης το οποίο αποτελεί μια προσομοίωση
των χωροχρονικών διαστάσεων. Μέσα από την προσομοίωση αυτή
προκύπτει αναπόφευκτα η έννοια των ορίων. Τα όρια διαχωρίζουν
χωροχρονικά τις οντότητες: διακρίνουν πού αρχίζει και πού τελειώνει
ο Εαυτός και ο Άλλος στον χώρο και στον χρόνο. Τα όρια όμως
προκειμένου να υπάρχουν πρέπει να υποδηλώνουν την ύπαρξη οντοτήτων
πέραν από αυτά. Συνεπώς, στην έννοια του οριοθετημένου Εαυτού είναι
εγγενώς εγγεγραμμένη και η ύπαρξη του «Άλλου». Αυτή η παράδοξη
αυτοαναφορικότητα υπάρχει στον τρόπο που η Νεωτερικότητα
αναπαριστά την πραγματικότητα. Στην έκθεση φωτογραφίας Möbius
spaces χρησιμοποιούνται οι τοπολογικές ιδιότητες της λωρίδας Möbius
για να αναδείξουν σε μορφή φωτογραφίας τοπίου την αυτοαναφορικότητα
της κατασκευής του χώρου και του χρόνου στη Νεωτερικότητα. Η λωρίδα
Möbius δεν έχει προσανατολισμό. Είναι ταυτόχρονα οριοθετημένη ως
χώρος αλλά και «άπειρη». Απείρως κλειστή.
Οι ταυτότητες ως τοπολογικά φαινόμενα και ως χώροι
Η αντίληψη για τον «Εαυτό» και τον «Άλλο» όπως είναι ενσωματωμένη
στη λογική της Νεωτερικότητας, υπάρχει μόνο υπό την προϋπόθεση μιας
γραμμικής και ενιαίας χωροχρονικής αντίληψης που οριοθετεί τις
ταυτότητες ουσιοκρατικά. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να μιλούμε
2
για την ταυτότητά μας μόνο με όρους χρονικούς (ποιος ήμουν στο
παρελθόν, ποιος είμαι τώρα, ποιος θα είμαι στο μέλλον) ή με όρους
που περιγράφουν τον χώρο ως μια προέλευση (η «καταγωγή», ο «τρόπος
γέννησης» ή π.χ. το παράδειγμα του εθνικισμού).
Οι σύγχρονες κοινωνίες, συμπυκνώνουν ένα σύνολο χρονικών και
χωρικών ιδιοτήτων σε μια φαινομενικά καθολική, ομοιογενή και
ουσιοκρατική μορφή ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων που επηρεάζει
τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα όρια του Εαυτού μας με τον «Άλλο»,
αλλά και τον χώρο και τον χρόνο ως διαστάσεις που μας αφορούν. Ο
«Άλλος» μπορεί να περιγραφεί ως η συνθήκη που διαταράσσει τις
προαναφερθείσες χωροχρονικές ομοιογένειες των νεωτερικών
ταυτοτήτων. Σε αυτό το πλαίσιο ο «Άλλος» είναι μια απατηλή ιδέα,
παράγωγο του τρόπου που οι Νεωτερικές κοινωνίες αντιλαμβάνονται τον
χώρο και τον χρόνο ουσιοκρατικά.
Παράλληλα, όμως, ο «Άλλος» ως «ο ξένος», «ο διαφορετικός», νοείται
μόνο εντός των ορίων μιας «νόρμας» που θέτει η ίδια η Νεωτερική
κοινωνική συνθήκη εκ των προτέρων. Επομένως, ο «Άλλος» δεν είναι
παρά ένα κομμάτι του Εαυτού. Δηλαδή, για να υποστηρίξει αυτόν τον
οριοθετημένο χωροχρονικό σχηματισμό – την ταυτότητα – η κοινωνική
συνθήκη της Νεωτερικότητας απαιτεί μια αυτοαναφορική δομή που
ξεκινά από τον Εαυτό και καταλήγει στον «Άλλο», για να καταλήξει
εκ νέου στον Εαυτό, επιβεβαιώνοντας κατά αυτό τον τρόπο τα όρια
και ευρύτερα την ίδια τη κοινωνικό-οικονομική της δομή.
Από αυτό το σημείο γίνεται κατανοητό ότι, τόσο η νεωτερική ταυτότητα
όσο και ο «Άλλος» προκύπτουν ο ένας από τον άλλον σε μια μη γραμμική
τοποθέτηση που δεν μπορεί να περιγραφεί διαλεκτικά, αλλά, μάλλον,
τοπολογικά. Αν αυτό ισχύει, τότε το υποκείμενο μοτίβο που διακρίνει
τον Εαυτό από τον «Άλλο» δεν είναι γλωσσικό, αλλά μάλλον τοπολογικό.
Αυτό συμβαίνει επειδή μια τοπολογική δομή χαρακτηρίζεται από μοτίβα
συνδέσεων, αδιάκοπης συνεκτικότητας, ή και διακοπών που
περιγράφονται μέσω μοτίβων που υπερβαίνουν τη φαινομενικότητα ή τη
διαλεκτικότητα των πραγμάτων.
Δεν υπάρχει Εαυτός και «Άλλος» ως «αντίστροφα» ή «αντίθετα» αλλά
μια δομή που μοιάζει περισσότερο με τη λωρίδα του Mobius. Ο Εαυτός
και ο «Άλλος», ο Εαυτός του πριν, του τώρα και του μετά,
κατασκευάζονται «ταυτόχρονα» σε έναν τοπολογικό χώρο Möbius. Δεν
υπάρχει αρχή ή τέλος στη δομή, ούτε ένα σημείο που να τέμνεται και
να διασπάται γεωμετρικά από ένα «Άλλο» σημείο.
3
Ο Εαυτός αποτελεί μια προέκταση του «Άλλου» και ο «Άλλος» μια
προέκταση του Εαυτού. Στο «μεταξύ» τους ανοίγεται ο χώρος μέσα στον
οποίο συντηρείται αυτή η αυτοαναφορικότητα η οποία παίρνει τη μορφή
της κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής και οικονομικής
πραγματικότητας της Νεωτερικής συνθήκης.
Τα όποια χωροχρονικά δίπολα εκφράζονται εντός της συνθήκης αυτής,
υπάρχουν μόνο για να συντηρούν μια επίφαση διπολισμού (ή
περισσότερων «πόλων») που είναι επί της ουσίας αυτοαναφορική και η
οποία συντηρεί το ευρύτερο παράδοξο Νεωτερικό οικοδόμημα.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; αναρωτιέται ο Κωνσταντίνος
Καβάφης στο ποίημά του Περιμένοντας τους βαρβάρους.