Christos Panagiotou (2022)
Exhibited at Exhibit 8 gallery. Georgiou Gennadiou 16, Limassol, Cyprus. 20 January – 11 February, 2022 [link]
(Greek text follows)
1.1 Modernity and quantifiable re-construction of spatiotemporal dimension
Modernity is like a colossal, cultural-historical machine that simulates and reconstructs space and time into a series of discrete, delimited units. Mechanical clocks, a modern invention, through machinery, simulate time in successive units: seconds, minutes, hours, days, years. Space is also divided and represented in a series of linear, delimited, measurable units. Modernity is a numerical plane of existence that constitutes a simulation of space and time. When we quantify the spatial and the temporal dimension, we restructure them as linear entities. Reality becomes the – arbitrarily – linear embodiment of otherwise dissociated temporal and spatial fragments. These fragments, are bound together through a rigid scaffold set by machinery. In science: simulations and scientific models, in arts: the painting as a window to the world (in Renaissance, for example), historiography, and other unified conceptions of reality arise from the idea of a linear – quantified – temporal and spatial existence; In other words, the linear perception of time and space, that exists in Modernity, presupposes a quantifiable standard; a framework of quantification.
1.2 The political importance of this project
When we delineate space and time, the conception of boundaries also begins to emerge. Boundaries separate entities spatiotemporally: they distinguish where the Self and the Other begin and end in space and time. A linear perception of the Self also occurs in the temporal dimension. For example, conceptual boundaries separate who I am, from who I am not, and from whom I want to be in a linear temporal progression. Boundaries demarcate the Self and the Other on a personal and, also, on a collective level. Thus, they are profoundly political as they demarcate collective entities, such as nations, and other collective entities based on arbitrary spatiotemporal conceptions of identity. Meanwhile, boundaries must imply the existence of entities beyond them in order to exist. Everything exists in a simultaneous reference to their opposites; a reference that is an integral part
of where they initially came from. Therefore, within the conception of the delimited Self, the existence of the Other (the alterity) is inherently inscribed.

This paradoxical self-referentiality exists in how Modernity represents reality; it is how Modernity projects time, memory, and place, on a collective and an individual level. The political importance of this realization is that what determines the existence of identities in the Modern edifice is nothing but a constant and perpetual self-referential reflection the identities are having on themselves. A state of being in the Modern world always reflects a constructed opposite that (in a compulsive way) needs to be verified in a reflexive manner and be sustained. In that sense, in order for an Identity to exist, a “trauma” or – at least – a problem must also be invented (fabricated) to validate a reflective existence to the Self. The Self becomes the reflexive validation of a fabricated trauma. “Trauma”, not only needs to be invented, but it also needs to be perpetuated in order to sustain the edifice that enables for an identity to exist in the first place. So an Other (the Alterity) is invented that is pretentiously thought to be the cause of the trauma. For example, nationalism thrives on this logic. For a national identity to exist, a projected “national” “Other” must also exist.
Collective memory, as a temporal narrative, in nationalist discourses, is nearly always defined in reference to a collective “trauma” inflicted by an Other, the alterity. This trauma – inflicted by the Other – is sustained and preserved within the nationalist discourse, because it gives meaning to the existence of the national identity in the first place. To “heal” this trauma means that the whole collective – nationalist – memory collapses. By definition, national borders, exist in the spatial dimension because of a projected “Other” beyond these boundaries. To repeat, within the conception of the delimited Self, the existence of the Other is inherently inscribed. If we were to represent this logic as a geometrical form, this form would bear the topological properties of a Möbius strip. I propose that the projection of a Möbius world-view, like the one described above, is inherent in how Modernity structures spatiotemporal dimensions as identities; as conceptualizations of reality. The photographs shown here, reconstruct the space as having the Möbius topological properties. (I restructured the photographic space as a Möbius topology, in that way we metaphorically reconstruct space in an alternative way).
Meanwhile, the Self and the Other are not only preserved in this compulsive manner, but they are also quantified as essentialized entities, because Modernity is about delimitation.
Thus, the Self and the Other are denatured from their fluid form and they become substances that their form and function (even their “alter-native”) is already predetermined. Essentialized identities become objects, simulacra and simulations (to refer to Jean Baudrillard) of already predetermined “essences” and modalities that repeat the loop of a Möbius topological structure.


Η έκθεση βασίζεται στη φιλοσοφική εξέταση της κατασκευής του
χώρου και του χρόνου στα οπτικά μέσα, και των πολιτικών,
πολιτισμικών και κοινωνιολογικών ερμηνειών που δύναται να
προκύψουν μέσα από την οπτική αποτύπωση του χώρου και του χρόνου
στη φωτογραφία. Η έκθεση βασίστηκε στη θεωρητική δουλειά που
έγινε από τον Χρίστο Παναγιώτου και τον Ανδρέα Σάββα, καθώς
επίσης εμπίπτει και στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής δουλειάς που
έγινε στο Lab for Animation Research του Τμήματος Καλών Τεχνών
του ΤΕ.ΠΑ.Κ.
«Νεωτερικοί χώροι»
Η Nεωτερική συνθήκη μπορεί να παρομοιαστεί με μια μηχανή που
προσομοιώνει και ανασυντάσσει τον χώρο και τον χρόνο σε διακριτές,
οριοθετημένες μονάδες. Τα ρολόγια μέσω ενός μηχανισμού
προσομοιώνουν τον χρόνο σε διαδοχικές μονάδες: δευτερόλεπτα, λεπτά,
ώρες, ημέρες, χρόνια. Ο χώρος, επίσης, διαιρείται και αναπαρίσταται
σε γραμμικές, οριοθετημένες, μετρήσιμες μονάδες. Είναι ένα
αριθμητικό επίπεδο της ύπαρξης το οποίο αποτελεί μια προσομοίωση
των χωροχρονικών διαστάσεων. Μέσα από την προσομοίωση αυτή
προκύπτει αναπόφευκτα η έννοια των ορίων. Τα όρια διαχωρίζουν
χωροχρονικά τις οντότητες: διακρίνουν πού αρχίζει και πού τελειώνει
ο Εαυτός και ο Άλλος στον χώρο και στον χρόνο. Τα όρια όμως
προκειμένου να υπάρχουν πρέπει να υποδηλώνουν την ύπαρξη οντοτήτων
πέραν από αυτά. Συνεπώς, στην έννοια του οριοθετημένου Εαυτού είναι
εγγενώς εγγεγραμμένη και η ύπαρξη του «Άλλου». Αυτή η παράδοξη
αυτοαναφορικότητα υπάρχει στον τρόπο που η Νεωτερικότητα
αναπαριστά την πραγματικότητα. Στην έκθεση φωτογραφίας Möbius
spaces χρησιμοποιούνται οι τοπολογικές ιδιότητες της λωρίδας Möbius
για να αναδείξουν σε μορφή φωτογραφίας τοπίου την αυτοαναφορικότητα
της κατασκευής του χώρου και του χρόνου στη Νεωτερικότητα. Η λωρίδα
Möbius δεν έχει προσανατολισμό. Είναι ταυτόχρονα οριοθετημένη ως
χώρος αλλά και «άπειρη». Απείρως κλειστή.
Οι ταυτότητες ως τοπολογικά φαινόμενα και ως χώροι
Η αντίληψη για τον «Εαυτό» και τον «Άλλο» όπως είναι ενσωματωμένη
στη λογική της Νεωτερικότητας, υπάρχει μόνο υπό την προϋπόθεση μιας
γραμμικής και ενιαίας χωροχρονικής αντίληψης που οριοθετεί τις
ταυτότητες ουσιοκρατικά. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να μιλούμε
2
για την ταυτότητά μας μόνο με όρους χρονικούς (ποιος ήμουν στο
παρελθόν, ποιος είμαι τώρα, ποιος θα είμαι στο μέλλον) ή με όρους
που περιγράφουν τον χώρο ως μια προέλευση (η «καταγωγή», ο «τρόπος
γέννησης» ή π.χ. το παράδειγμα του εθνικισμού).
Οι σύγχρονες κοινωνίες, συμπυκνώνουν ένα σύνολο χρονικών και
χωρικών ιδιοτήτων σε μια φαινομενικά καθολική, ομοιογενή και
ουσιοκρατική μορφή ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων που επηρεάζει
τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα όρια του Εαυτού μας με τον «Άλλο»,
αλλά και τον χώρο και τον χρόνο ως διαστάσεις που μας αφορούν. Ο
«Άλλος» μπορεί να περιγραφεί ως η συνθήκη που διαταράσσει τις
προαναφερθείσες χωροχρονικές ομοιογένειες των νεωτερικών
ταυτοτήτων. Σε αυτό το πλαίσιο ο «Άλλος» είναι μια απατηλή ιδέα,
παράγωγο του τρόπου που οι Νεωτερικές κοινωνίες αντιλαμβάνονται τον
χώρο και τον χρόνο ουσιοκρατικά.
Παράλληλα, όμως, ο «Άλλος» ως «ο ξένος», «ο διαφορετικός», νοείται
μόνο εντός των ορίων μιας «νόρμας» που θέτει η ίδια η Νεωτερική
κοινωνική συνθήκη εκ των προτέρων. Επομένως, ο «Άλλος» δεν είναι
παρά ένα κομμάτι του Εαυτού. Δηλαδή, για να υποστηρίξει αυτόν τον
οριοθετημένο χωροχρονικό σχηματισμό – την ταυτότητα – η κοινωνική
συνθήκη της Νεωτερικότητας απαιτεί μια αυτοαναφορική δομή που
ξεκινά από τον Εαυτό και καταλήγει στον «Άλλο», για να καταλήξει
εκ νέου στον Εαυτό, επιβεβαιώνοντας κατά αυτό τον τρόπο τα όρια
και ευρύτερα την ίδια τη κοινωνικό-οικονομική της δομή.
Από αυτό το σημείο γίνεται κατανοητό ότι, τόσο η νεωτερική ταυτότητα
όσο και ο «Άλλος» προκύπτουν ο ένας από τον άλλον σε μια μη γραμμική
τοποθέτηση που δεν μπορεί να περιγραφεί διαλεκτικά, αλλά, μάλλον,
τοπολογικά. Αν αυτό ισχύει, τότε το υποκείμενο μοτίβο που διακρίνει
τον Εαυτό από τον «Άλλο» δεν είναι γλωσσικό, αλλά μάλλον τοπολογικό.
Αυτό συμβαίνει επειδή μια τοπολογική δομή χαρακτηρίζεται από μοτίβα
συνδέσεων, αδιάκοπης συνεκτικότητας, ή και διακοπών που
περιγράφονται μέσω μοτίβων που υπερβαίνουν τη φαινομενικότητα ή τη
διαλεκτικότητα των πραγμάτων.
Δεν υπάρχει Εαυτός και «Άλλος» ως «αντίστροφα» ή «αντίθετα» αλλά
μια δομή που μοιάζει περισσότερο με τη λωρίδα του Mobius. Ο Εαυτός
και ο «Άλλος», ο Εαυτός του πριν, του τώρα και του μετά,
κατασκευάζονται «ταυτόχρονα» σε έναν τοπολογικό χώρο Möbius. Δεν
υπάρχει αρχή ή τέλος στη δομή, ούτε ένα σημείο που να τέμνεται και
να διασπάται γεωμετρικά από ένα «Άλλο» σημείο.
3
Ο Εαυτός αποτελεί μια προέκταση του «Άλλου» και ο «Άλλος» μια
προέκταση του Εαυτού. Στο «μεταξύ» τους ανοίγεται ο χώρος μέσα στον
οποίο συντηρείται αυτή η αυτοαναφορικότητα η οποία παίρνει τη μορφή
της κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής και οικονομικής
πραγματικότητας της Νεωτερικής συνθήκης.
Τα όποια χωροχρονικά δίπολα εκφράζονται εντός της συνθήκης αυτής,
υπάρχουν μόνο για να συντηρούν μια επίφαση διπολισμού (ή
περισσότερων «πόλων») που είναι επί της ουσίας αυτοαναφορική και η
οποία συντηρεί το ευρύτερο παράδοξο Νεωτερικό οικοδόμημα.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; αναρωτιέται ο Κωνσταντίνος
Καβάφης στο ποίημά του Περιμένοντας τους βαρβάρους.